ανακεφαλαιωτικός

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνακεφαλαιωτικός, -ή, -όν) ἀνακεφαλαιοῡμαι
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανακεφαλαίωση
μσν.
επίρρ. ἀνακεφαλαιωτικῶς
περιληπτικά
αρχ.
ο κατάλληλος για ανακεφαλαίωση, για περίληψη.