αναπαραστατικός

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
ο ικανός ή κατάλληλος για αναπαράσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναπαριστώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον θεολόγο και καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιγνάτιο Μοσχάκη. ως επίθ. του ουσ. «δύναμις»].