ανανδρικός

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που γίνεται με άνανδρο τρόπο, αυτός που αρμόζει σε άνανδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνανδρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό τών Σχινά-Λεβαδέως ως απόδοση του γαλλ. poltronesque].