ανισομερής

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(-ούς), -ές
αυτός που αποτελείται από άνισα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνισος + μερής < μέρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον λόγιο και γιατρό Ιωάννη Ν. Λεβαδέα].