ἀνισογώνιος

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A having unequal angles, Iamb. in Nic.p.93P.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνῐσογώνιος: -ον, ὁ ἔχων ἀνίσους γωνίας, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. 131.

Spanish (DGE)

-ον
que tiene ángulos desiguales ἀριθμοί Iambl.in Nic.p.93.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀνισογώνιος, -ον)
(για γεωμετρικά σχήματα) αυτός που έχει άνισες γωνίες.