αντιβασιλέας

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και αντιβασιλιάς, ο (Α ἀντιβασιλεύς)
αξιωματούχος που ασκεί εξουσία βασιλιά ως αναπληρωτής του
νεοελλ.
τίτλος ανώτατου διοικητή επαρχίας ή κτήσης ενός βασιλευόμενου κράτους.