αντιπρόεδρος

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
ο αναπληρωτής του προέδρου (το αξίωμα: αντιπροεδρία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι - + πρόεδρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στα Έγγραφα της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Η λ. αντιπροεδρία (< αντιπρόεδρος) μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου].