ἀντιπρήσσω
German (Pape)
[Seite 259] ion. = ἀντιπράσσω, Her. 1, 92.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἀντιπράσσω.
Greek Monolingual
ἀντιπρήσσω (Α)
βλ. αντιπράσσω.
[Seite 259] ion. = ἀντιπράσσω, Her. 1, 92.
ion. c. ἀντιπράσσω.
ἀντιπρήσσω (Α)
βλ. αντιπράσσω.