ἁπαλίας

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A a sucking pig, D.L.8.20 (prob.); cf. ἁπάλιον· θῦμα δελφάκιον, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπαλίας: -ου, ὁ, ἔριφος γαλαθηνός. Περὶ Πυθαγόρου ἀναφέρεται ὅτι ἐν ταῖς θυσίαις ἐχρῆτο «ἀλέκτορσι μόνον καὶ ἐρίφοις γαλαθηνοῖς τοῖς λεγομένοις ἁπαλίαις» Διογ. Λ. 8. 20.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ lechón D.L.8.20.

Greek Monolingual

ἁπαλίας, ο (Α)
νεογέννητο κατσικάκι ή γουρουνάκι.