ανύποπτος

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνύποπτος, -ον)
αυτός που δεν υποψιάζεται κάτι ή δεν έχει υποψίες για κάποιον
αρχ.-μσν.
όποιος δεν γεννά υποψίες, δεν τον υποπτεύονται οι άλλοι.