απλώς

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και απλά (AM ἁπλῶς) επίρρ.
απλά, φυσικά, απονήρευτα
αρχ.
1. κατά ένα και μόνο τρόπο
2. αφελώς, χωρίς επιτήδευση, ειλικρινά, καθαρά
3. απόλυτα, ανεξαίρετα.