απέξω

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

κ. απόξω κ. απαπέξω (Μ ἀπέξω) επίρρ.
1. έξω από
2. από το έξω μέρος
νεοελλ.
1. από το εξωτερικό
2. από μνήμης, από στήθους
μσν.
προς τα έξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (φρ). απ' έξω, απ' όξω (< φρ. απ' έξω με προληπτική αφομοίωση του ε-)].