ἀπόκλεισμα

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A guard-house, LXX Je.36(29).26.

German (Pape)

[Seite 307] τό, der Verschluß, Verhaft, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκλεισμα: τό, φυλακεῖον, Ἑβδ.· οὕτω καὶ ἀποκλεισμός, οῦ, ὁ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 7, 20. Ἀκύλας,Ψαλμ. ρμα΄, 8.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
cepo δώσεις αὐτὸν εἰς τὸ ἀπόκλεισμα LXX Ie.36.26, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἀπόκλεισμα, το (AM)
το χαράκωμα
μσν.
η πολιορκία.