ἀποδειλίασις

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A cowardice, Plb.3.103.2; ἀ.πρόστινα Plu.Alex. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδειλίᾱσις: -εως, ἡ, τὸ ἀποδειλιᾶν, μεγάλη δειλία, φόβος καὶ τρόμος, Πολύβ. 3. 103, 2· ἀπ. πρός τινα Πλουτ. Ἀλέξ. 13.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
crainte, lâcheté.
Étymologie: ἀποδειλιάω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
cobardía Plb.3.103.2, Plb.35.4.4, πρὸς Ἰνδούς Plu.Alex.13.

Greek Monolingual

ἀποδειλίασις, η (Α)
η μεγάλη δειλία.