απολυτήριος
Greek Monolingual
-α, -ο απολύω
1. (για εξετάσεις) αυτός που διεξάγεται για την αποφοίτηση από σχολή, με τη λήξη των σπουδών
2. το ουδ. ως ουσ. το απολυτήριο (εκπαιδ. -στρ.)
αποδεικτικό αποφοίτησης, εκπλήρωσης θητείας.
-α, -ο απολύω
1. (για εξετάσεις) αυτός που διεξάγεται για την αποφοίτηση από σχολή, με τη λήξη των σπουδών
2. το ουδ. ως ουσ. το απολυτήριο (εκπαιδ. -στρ.)
αποδεικτικό αποφοίτησης, εκπλήρωσης θητείας.