απολυτήριος

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο απολύω
1. (για εξετάσεις) αυτός που διεξάγεται για την αποφοίτηση από σχολή, με τη λήξη των σπουδών
2. το ουδ. ως ουσ. το απολυτήριο (εκπαιδ. -στρ.)
αποδεικτικό αποφοίτησης, εκπλήρωσης θητείας.