αποφασιστικότητα

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
το να είσαι αποφασιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποφασιστικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στην προκήρυξη του Αλ. Υψηλάντη].