αποφασιστικότητα
Greek Monolingual
η
το να είσαι αποφασιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποφασιστικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στην προκήρυξη του Αλ. Υψηλάντη].
η
το να είσαι αποφασιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποφασιστικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στην προκήρυξη του Αλ. Υψηλάντη].