αργυρούχος
Greek Monolingual
-ο
αυτός που περιέχει άργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + (κατάλ.) -ούχος < έχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Σαβέριο Λάνδερερ].
-ο
αυτός που περιέχει άργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + (κατάλ.) -ούχος < έχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Σαβέριο Λάνδερερ].