και άσκιαστος, -η, -ο (AM ἀσκίαστος, -ον)αυτός που δεν σκεπάζεται από σκιάνεοελλ.εκείνος που δεν σκιάζεται, ο ατρόμητοςμσν.όποιος δεν είναι σκεπασμένος με σκουριά.