άσκιαχτος

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και άσκιαστος, -η, -ο (AM ἀσκίαστος, -ον)
αυτός που δεν σκεπάζεται από σκιά
νεοελλ.
εκείνος που δεν σκιάζεται, ο ατρόμητος
μσν.
όποιος δεν είναι σκεπασμένος με σκουριά.