ὑπερεκχέω
English (LSJ)
A pour out over, metaph., εἰς τὴν ἐπαρχίαν τὰς τιμάς J.BJ1.21.4:—Pass., overflow, LXX Jl.2.24, D.S.11.89, Ph.1.362, Ael.NA12.41, etc.:—also ὑπερεκ-χύνομαι in Ev.Luc.6.38; fut. -χυθήσομαι v.l. in LXX Jl.2.24.
A pour out over, metaph., εἰς τὴν ἐπαρχίαν τὰς τιμάς J.BJ1.21.4:—Pass., overflow, LXX Jl.2.24, D.S.11.89, Ph.1.362, Ael.NA12.41, etc.:—also ὑπερεκ-χύνομαι in Ev.Luc.6.38; fut. -χυθήσομαι v.l. in LXX Jl.2.24.