αυθαιρεσία

Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. το να ενεργεί κανείς χωρίς να ακολουθεί προκαθορισμένες αρχές, νόμους ή κανονισμούς
2. κατάχρηση εξουσίας
3. αυθαίρετη πράξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθαίρετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζαντίου].