ἄφως
English (LSJ)
ωτος,
A without light, Eust.968.48.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφως: -ωτος, ἐστερημένος φωτός, Εὐστ. 968. 48.
Spanish (DGE)
-ωτος, ἡ
la apagada, obscura para explicar νὺξ ἀβρότη Eust.968.48.
ωτος,
A without light, Eust.968.48.
ἄφως: -ωτος, ἐστερημένος φωτός, Εὐστ. 968. 48.
-ωτος, ἡ
la apagada, obscura para explicar νὺξ ἀβρότη Eust.968.48.