ἁψιδοειδής

Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ές,

   A arched, vaulted, D.C.68.25; wheel-shaped, Eudox. Ars 19.13.

German (Pape)

[Seite 421] ές, gewölbartig?

Greek (Liddell-Scott)

ἁψῑδοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα ἁψῖδος, κυκλικός. Δίων Κ. 68. 25.

Spanish (DGE)

-ές
en forma de rueda, circular αἱ τοῦ ἡλίου ... ἐγλείψεις ... μείζους ἁψιδοειδεῖς Ps.Eudox.Ars 19.15
abovedado ἐν ἁψιδοειδεῖ τινι μεταστυλίῳ D.C.68.25.3.

Greek Monolingual

-ές (AM ἀψιδοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα αψίδας.