βλῆχνον
English (LSJ)
τό (v.l. βλῆχρον, as in Sch.Theoc.3.14, Cyr. (
A βλήχρα Hsch.)), = πτέρις, male fern, Aspidium Filix-mas, Dsc.4.184.
German (Pape)
[Seite 449] τό, ein Farrenkraut, Diosc. l. d.
Greek (Liddell-Scott)
βλῆχνον: τό, εἶδος πτερίδος, Διοσκ. 4. 186.
Spanish (DGE)
v. βλάχνον.
Greek Monolingual
το
βλ. βλέχνο.