βορειοδυτικός

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ βορρά και δύσης
2. εκείνος που είναι στραμμένος ή που προέρχεται από σημείο μεταξύ βορρά και δύσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κων. Κούμα].