γαγγραινικός

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ή, όν,

   A gangrenous, νομαί Dsc.2.107: -κά, τά, Id.4.93. Adv. -κῶς Heliod.(?)ap.Orib. 47.16.1.

German (Pape)

[Seite 470] zu einem solchen Geschwür gehörig, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

γαγγραινικός: -ή, -όν, ὁ εἰς γάγγραιναν ἀνήκων, Διοσκ. 4.94. - Ἐπίρρ. –κῶς Ὀρειβάσ. 158.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
medic.
1 gangrenoso, que sufre o provoca gangrena νομαὶ γαγγραινικαί úlceras gangrenosas Dsc.2.107.3
subst. τὰ γαγγραινικά las afecciones que producen gangrena Dsc.4.93.
2 apropiado para la gangrena e.e., para curarla ref. a un fármaco, Asclepiades en Gal.13.739.
3 adv. -ῶς con gangrena νεκροῦνται δάκτυλοι σηπεδονικῶς ἢ γ. διατιθέμενοι Heliod. en Orib.47.16.1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α γαγγραινικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γάγγραινα.