γαρνίρισμα
Greek Monolingual
το γαρνίρω
1. πρόσθετη διακόσμηση φορεμάτων, επίπλων, φαγητών κ.λπ.
2. διάνθηση του λόγου με πρόσθετα στοιχεία.
το γαρνίρω
1. πρόσθετη διακόσμηση φορεμάτων, επίπλων, φαγητών κ.λπ.
2. διάνθηση του λόγου με πρόσθετα στοιχεία.