γαντζώνω

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. πιάνω κάτι με γάντζο
2. πιάνω κάτι σφιχτά με τα χέρια ή τα νύχια
3. κρατιέμαι σφιχτά από κάποιον ή κάτι («γαντζώθηκα απάνω της»).