ὑπερτερέω
English (LSJ)
A surpass, ὁ θεὸς δυνάμει πάντων ὑ. Them.Or.13.170a; εἴς τι Sch.Luc.Pro Merc.Cond.12. 2 Astrol., = καθυπερτερέω, Cat.Cod.Astr.2.171.
A surpass, ὁ θεὸς δυνάμει πάντων ὑ. Them.Or.13.170a; εἴς τι Sch.Luc.Pro Merc.Cond.12. 2 Astrol., = καθυπερτερέω, Cat.Cod.Astr.2.171.