βυρσοπώλης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A leather-seller, Ar.Eq.136.
German (Pape)
[Seite 468] ὁ, der Lederhändler, Ar. Equ. 136 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
βυρσοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν δέρματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 136.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand de cuir.
Étymologie: βύρσα, πωλέω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ vendedor de pieles Ar.Eq.136, Pax 270.
Greek Monolingual
βυρσοπώλης, ο (Α)
δερματοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + -πώλης < πωλώ].