γλίσχρων

Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ονος, ὁ,

   A niggard, Ar.Pax193.

Greek (Liddell-Scott)

γλίσχρων: -ονος, ὁ, φειδωλός, φιλάργυρος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 193.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
méchant petit goinfre.
Étymologie: γλίσχρος.

Spanish (DGE)

-ωνος, ὁ glotón Ar.Pax 193.

Greek Monolingual

γλίσχρων (-ονος), ο (Α) γλίσχρος
φιλάργυρος.