γλυκογόνο

Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
(βιοχημ.) εφεδρική μορφή γλυκιδίων που δίνει με υδρόλυση γλυκόζη και περιέχεται στους ζωικούς κυρίως ιστούς και ιδιαίτερα στο συκώτι.