γρυκτός

Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ή, όν, (γρύζω) ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῖν

   A ; will ye dare to grumble? Ar.Lys.656.

Greek (Liddell-Scott)

γρυκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ γρύζω, ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῖν; θὰ τολμήσετε νὰ εἴπητε γρῦ; Ἀριστοφ. Λυσ. 656.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que se debe gruñir, ἆρα γρυκτόν ἐστι ὑμῖν; ¿vais acaso a gruñir? Ar.Lys.656.

Greek Monolingual

-ή, -όν
βλ. γρύζω.