δασυπώγων

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ωνος, ὁ, ἡ,

   A shaggy-bearded, Ar.Th.33.

German (Pape)

[Seite 524] ωνος , mit dichtem Bart, Ar. Th. 33; Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσυπώγων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πυκνότριχα γενειάδα, Ἀριστοφ. Θεσμ. 33.

Spanish (DGE)

(δᾰσῠπώγων) -ωνος
de barba poblada ποῖος οὗτος Ἀγάθων; ... μῶν ὁ δ.; Ar.Th.33, Ἰδομενεύς Io.Mal.Chron.M.97.192B, Tz.Alleg.Il.p.42, como rasgo de pers. violenta o colérica, Polem.Phgn.70 (p.427).

Greek Monolingual

ο (AM δασυπώγων)
ο δασυγένειος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. δασυπώνων
γένος δίπτερων εντόμων
2. γένος σχοινοειδών φυτών.