δειλοκάρδιος
Greek (Liddell-Scott)
δειλοκάρδιος: -ον, δειλός, ἄτολμος, Βυζ.
Greek Monolingual
δειλοκάρδιος -ον (Μ)
Ι. δειλός, άτολμος («ψυχὴν δὲ δειλοκάρδιον... ἔχων»)
δειλοκάρδιος: -ον, δειλός, ἄτολμος, Βυζ.
δειλοκάρδιος -ον (Μ)
Ι. δειλός, άτολμος («ψυχὴν δὲ δειλοκάρδιον... ἔχων»)