δεκαπεντάχορδο

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
εκκλησιαστικό μουσικό όργανο με δεκαπέντε χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαπέντε + χορδή. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ι. Δ. Τζέτζη].