-α, -οαυτός που φθείρει ή καταστρέφει τα δένδρα («δενδροφθόροι μύκητες»).[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + -φθόρος < φθείρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Εφημερίς τών Φιλομαθών].