δενδροφθόρος

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο
αυτός που φθείρει ή καταστρέφει τα δένδρα («δενδροφθόροι μύκητες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + -φθόρος < φθείρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Εφημερίς τών Φιλομαθών].