δεκέμβολος

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ον,

   A with ten beaks, ναῦς A.Fr..133.

German (Pape)

[Seite 543] mit zehn Schiffsschnäbeln, Aesch. frg. 129.

Greek (Liddell-Scott)

δεκέμβολος: -ον, ὁ ἔχων δέκα ἔμβολα, ναῦς Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 136.

Spanish (DGE)

-ον
que tiene diez espolonesde la nave de Néstor, A.Fr.133.

Greek Monolingual

δεκέμβολος, -ον (Α)
1. (για πολεμικά πλοία) αυτός που έχει δέκα έμβολα
2. το ουδ. ως ουσ. το δεκέμβολον
πλοίο με δέκα έμβολα.