δημευτικός

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Spanish (DGE)

-ή, -όν
público, expuesto en público γνώσεις Thdt.HE 5.18.16.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ δημευτικός, -ή, -όν)
Ι. αυτός που αναφέρεται ή αποβλέπει σε δήμευση
νεοελλ.
αυτός που επιβάλλει καταθλιπτική φορολογία, η οποία ισοδυναμεί με δήμευση («δημευτική φορολογία»)
II. επίρρ. με τρόπο δημευτικό, που ισοδυναμεί με δήμευση.