διαιρετότητα

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
μαθ. η ιδιότητα αριθμού να διαιρείται με άλλον επακριβώς χωρίς να αφήνει υπόλοιπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].