διακεδάννυμι
English (LSJ)
A scatter abroad, δούρατα A.R.2.1126 (tm.); shed abroad, κῶμα Nic.Al.458 (tm.).
Spanish (DGE)
• Morfología: sólo en tm.; v. tb. διασκεδάννυμι
1 esparcir, desparramar ἄελλαι νηὸς ... διὰ δούρατα πάντ' ἐκέδασσαν A.R.2.1126, cf. Q.S.12.567.
2 destrozar, hacer trizas κείνην (νῆα) ... διὰ κῦμ' ἐκέδασσε A.R.2.1189, σε Τρῶες ἀμφιτόμοις ξιφέεσσι διὰ μελεϊστὶ κέδασσαν Q.S.5.208, cf. 6.380
•fig. asolar τὰ μὲν διὰ πάντα κέδασσεν ἥδ' ὀλοὴ βούβρωστις Epic.Alex.Adesp.4.19.
3 alejar, disipar ὀλοὸν ... κῶμα Nic.Al.458.
Greek Monolingual
διακεδάννυμι (Α)
διασκορπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκεδάννυμι.