διακυρίττομαι

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 585] eigtl. sich untereinander wie die Böcke stoßen, im Stoßen wetteifern, Sp., τινί.

Greek (Liddell-Scott)

διακῠρίττομαι: ἀποθ., κερατίζω τινά, προσβάλλω τινὰ διὰ τῶν κεράτων δίκην τράγου, ἀντιμάχομαι, τινὶ Συνές. 77C.

Spanish (DGE)

darse de cabezadas, toparse, chocarse διακυρίττεται δεδιδαγμένῳ κριῷ (para alardear de la dureza de su cráneo), Synes.Calu.13, cf. Hsch.
fig. ὁ πάντα τολμῶν ... αὐτῷ διακυρίττεται τῷ θεῷ Synes.Ep.41 (p.64).

Greek Monolingual

διακυρίττομαι (Α) κυρίττομαι
χτυπώ κάποιον με τα κέρατα.