διακλαδίζομαι
Greek Monolingual
και -δώνομαι
1. (για δένδρα) χωρίζομαι σε κλαδιά
2. (για ποταμούς, οροσειρές, δρόμους, σιδ. γραμμές, αγωγούς κ.λπ.) χωρίζομαι προς διάφορες διευθύνσεις.
και -δώνομαι
1. (για δένδρα) χωρίζομαι σε κλαδιά
2. (για ποταμούς, οροσειρές, δρόμους, σιδ. γραμμές, αγωγούς κ.λπ.) χωρίζομαι προς διάφορες διευθύνσεις.