διασώχω

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

   A rub to pieces, Nic.Th.696 (tm.).

German (Pape)

[Seite 605] zerreiben, Nic. Th. 696.

Greek (Liddell-Scott)

διασώχω: διὰ τῆς τριβῆς κατατρίβω τι, εἰς τρίμματα μεταβάλλω, Νίκ. Θ. 696.

Spanish (DGE)

triturar, desmenuzar (tm.) σῶχε διὰ κνήστι σκελετὸν δάκος Nic.Th.696, cf. Sch.Nic.Th.695b.

Greek Monolingual

διασώχω (Α) σώχω
μεταβάλλω σε τρίμματα.