διάτραμις

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ,

   A = λισπόπυγος, Stratt.74.

Greek (Liddell-Scott)

διάτρᾰμις: ὁ, ἡ, = λισπόπυγος, Στράττις ἐν Ἀδήλ. 15.

Greek Monolingual

διάτραμις (-εως), ο (Α) τράμις
(για κίναιδο) «ὁ διερρωγὼς τὴν τράμιν» — εκείνος του οποίου η τράμις, ο πρωκτός, έχει πλέον διαρραγεί, ο ξεσκισμένος.