δικοτυλήδονος

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ο
βοτ.
1. αυτός που έχει δύο κοτυληδόνες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δικοτυλήδονα
αγγειόσπερμα τών οποίων το έμβρυο έχει δύο κοτυληδόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Θ. Ορφανίδη].