διφροπηγία

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ἡ,

   A cart-building, Thphr.HP5.7.6.

German (Pape)

[Seite 645] ἡ, das Wagenbauen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

διφροπηγία: ἡ, ἁμαξοπηγία, ἡ τέχνη τοῦ κατασκευάζειν δίφρους, ἅρματα, Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 7, 6.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ construcción de carros Thphr.HP 5.7.6.

Greek Monolingual

διφροπηγία, η (Α)
η τέχνη της κατασκευής δίφρων, αρμάτων.