δίχωρος
Spanish (DGE)
-ον
provisto de dos espacios prob. de un armario ropero de dos cuerpos, PMasp.340ue.41 (biz.).
Greek Monolingual
-η, -ο
1. ο διαιρεμένος σε δύο τμήματα
2. (για σπίτι) το χωρισμένο με μια κάμαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Θ. Γ. Ορφανίδη].