δορίαλλος
English (LSJ)
ὁ,
A pudendum muliebre, Ar.Fr.367.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pudendum muliebre AR.
Étymologie: DELG nom d’un poète com. dont se moque Aristophane.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): δορίαλος Hippon.183; δορύαλλος Hsch.; δόριλλος EM 283.46G.
n. para designar el órgano sexual femenino coño Hippon.l.c., αἱ ... γυναῖκες τὸν δορίαλλον φράγνυνται en juego de palabras con el n. del poeta trág. Dórilo, Ar.Fr.382.
Greek Monolingual
δορίαλλος, ο (Α)
το γυναικείο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας].