δυσαπαλλακτία

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ἡ,

   A the quality of being difficult to get rid of, persistency, Pl. Phlb.46c.

German (Pape)

[Seite 676] ἡ, Schwierigkeit von etwas loszukommen, Plat. Phil. 46 c; vgl. -ξία.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
dificultad en ser eliminado, persistencia πικρῷ γλυκὺ μεμειγμένον, μετὰ δυσαπαλλακτίας παρόν, ἀγανάκτησιν ποιεῖ mezclado lo dulce con lo amargo, al ser difícil de eliminar, produce desazón Pl.Phlb.46c.

Greek Monolingual

και δυσαπαλλαξία, η (AM δυσαπαλλακτία)
η δυσκολία να απαλλαγεί κανείς από κάποιον ή κάτι.