δοκίδιον
English (LSJ)
τό, Dim. of δοκός, Harp.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δοκίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δοκός, Ἁρποκρ.
Spanish (DGE)
-ου, τό
arq. pequeña viga, vigueta Did.CP p.320, Harp.s.u. στρωτήρ.
τό, Dim. of δοκός, Harp.
δοκίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δοκός, Ἁρποκρ.
-ου, τό
arq. pequeña viga, vigueta Did.CP p.320, Harp.s.u. στρωτήρ.